- ημιλαρχία
- η воен, полуэскадрон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιλαρχία — η στρ. μονάδα τού ελληνικού ιππικού στο παρελθόν, δύναμη ίση προς μισή ίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ιλαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek